ξοΐτης

ξοΐτης
ξοΐτης, ὁ (Α)
τεχνίτης που χρησιμοποιεί την ξοΐδα, χαλκουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο- τού ξέω* + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ξυλ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”